φυγόμαχος — η, ο αυτός που φυγομαχεί, που αποφεύγει τη μάχη από δειλία, λιποτάχτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυγόμαχον — φυγόμαχος shunning battle masc/fem acc sg φυγόμαχος shunning battle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
ρίψασπις — ο, η, ΝΑ 1. αυτός που ρίχνει την ασπίδα του και τρέπεται σε φυγή την ώρα τής μάχης, αυτός που εγκαταλείπει τα όπλα από φόβο 2. (γενικά) φυγόμαχος, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + ἀσπίς, ίδος (πρβλ. μίκρ ασπις, φέρ… … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
φυγομαχία — η, ΝΜ [φυγόμαχος] το να αποφεύγει κανείς τη μάχη, τον πόλεμο, από δειλία νεοελλ. μτφ. αποφυγή προσπάθειας για τη διεκδίκηση και την επίτευξη ενός δύσκολου στόχου … Dictionary of Greek
φυγομαχώ — φυγομαχῶ, έω, ΝΜΑ [φυγόμαχος] αποφεύγω τη μάχη ή τον αγώνα από δειλία («φυγομαχεῑν ἐν ταῑς ἀμίλλαις», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. αποφεύγω να αντιμετωπίσω μια δυσκολία, δεν καταβάλλω προσπάθεια για την επίτευξη ενός δύσκολου στόχου … Dictionary of Greek
φύξηλις — ήλιος και ήλιδος, ὁ, ἡ, Α φυγόμαχος, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυξ τής μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. φεύγω* (πρβλ. το ριζικό όν. φύξ) + επίθημα ηλ ις (< επίθημα * ēl , πρβλ. ἀνθ ήλ η, χαμ ηλ ός + κατάλ. ίς). Για το ζεύγος φύξ ι ς: φύξ ηλ ις,… … Dictionary of Greek
ՊԱՏԵՐԱԶՄԱՏԵԱՑ — (եցի, ցաց.) NBH 2 0609 Chronological Sequence: Unknown date գ. φυγοπόλεμος, φυγόμαχος qui detrectat bellum vel pugnam, fugax. Ատեցօղ պատերազմի. որ խորշի կամ փախչի ʼի մարտէ. վատասիրտ. *Ո՞չ է տկար եւ պատերազմատեաց, յորժամ յաղթելն յաջողիցի, եւ նա… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)